- εύζωστος
- εὔζωστος, -ον (ΑΜ)μσν.ζωσμένος, έτοιμος για τον αγώνα, δραστήριος1. αυτός που ζώνεται εύκολα ή είναι κατάλληλος για ζώσιμο2. (για γυναίκα) καλά ζωσμένη, κομψή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζωστός (< ζώννυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐζωστότατος — εὔζωστος easily girt masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐζώστου — εὔζωστος easily girt masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔζωστοι — εὔζωστος easily girt masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)